θηρασίμους

θηρασίμους
θηρᾱσίμους , θηράσιμος
to be hunted down
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θηράσιμος — θηράσιμος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ ευθείας < θήρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”